- προαθροίζω
- προαθροίζω,A gather or collect before,
χρήματα D.C.60.27
:—[voice] Pass., Gal.4.590, Poll.2.204.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρήματα D.C.60.27
:—[voice] Pass., Gal.4.590, Poll.2.204.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαθροίζω — Α αθροίζω, συναθροίζω προηγουμένως, εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προαθροίζειν — προαθροίζω gather pres inf act (attic epic) προαθροΐζειν , προαθροίζω gather pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίζεται — προαθροίζω gather pres ind mp 3rd sg προαθροΐζεται , προαθροίζω gather pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίσαντας — προαθροίζω gather aor part act masc acc pl προαθροΐσαντας , προαθροίζω gather aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίσαντες — προαθροίζω gather aor part act masc nom/voc pl προαθροΐσαντες , προαθροίζω gather aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίσας — προαθροίσᾱς , προαθρέω foresee pres part act fem acc pl (doric) προαθροίσᾱς , προαθρέω foresee pres part act fem gen sg (doric) προαθροίσᾱς , προαθροίζω gather aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προαθροΐσᾱς , προαθροίζω gather… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλίζω — Α προαθροίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλίζω «συνάγω, συναθροίζω»] … Dictionary of Greek